μονοστιβῆ

μονοστιβῆ
μονοστιβής
walking alone
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
μονοστιβής
walking alone
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
μονοστιβής
walking alone
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κνιδοκύτταρο — το ζωολ. συν. στον πληθ. τα κνιδοκύτταρα ειδικά αμυντικά και επιθετικά κύτταρα που βρίσκονται στη μονόστιβη επιδερμίδα τών κνιδοζώων και τα οποία εκχύνουν τοξικό υγρό όταν διεγερθούν από τη λεία ή από έναν εχθρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν.… …   Dictionary of Greek

  • λοχίτης — λοχίτης, ου, θηλ. λοχῑτις (AM) [λόχος] αυτός που ενεδρεύει («καί τις ἐκεῑθεν ὁδοιπορῶν ἀπέριττος ἄνθρωπος περιπεσέτω τοῑς λοχίταις», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που είναι από τον ίδιο λόχο με άλλον, συστρατιώτης («εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ»,… …   Dictionary of Greek

  • μονοστιβής — μονοστιβής, ές (Α) αυτός που βαδίζει μόνος, χωρίς ακόλουθο («ξὺν λοχίταις είτε καὶ μονοστιβῇ», Αισχύλ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στιβής (< στῖβος, τὸ), πρβλ. θεο στιβής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”